- μεγαλύνω
- (αόρ. εμεγάλυνα, παθ. αόρ. εμεγαλύνθην) μετ. превозносить, возвеличивать, восхвалять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλυνῶ — μεγαλύνω make great fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλύνω — μεγαλύ̱νω , μεγαλύνω make great aor subj act 1st sg μεγαλύ̱νω , μεγαλύνω make great pres subj act 1st sg μεγαλύ̱νω , μεγαλύνω make great pres ind act 1st sg μεγαλύ̱νω , μεγαλύνω make great aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλύνω — (ΑM μεγαλύνω) [μέγας] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ισχυρό, ισχυροποιώ, δυναμώνω («τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε», Θουκ.) 2. προσδίδω μεγαλείο, δοξολογώ, εγκωμιάζω, ανυμνώ («μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ. μεγαλύνομαι καυχώμαι,… … Dictionary of Greek
μεγαλύνω — μεγάλυνα, εγκωμιάζω, εξυμνώ, δοξάζω: Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλύνεαι — μεγαλύνω make great fut ind mid 2nd sg (epic ionic) μεγαλύ̱νεαι , μεγαλύνω make great aor subj mid 2nd sg (epic) μεγαλύ̱νεαι , μεγαλύνω make great pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμεγάλυνται — μεγαλύνω make great perf ind mp 3rd sg μεγαλύνω make great perf ind mp 3rd pl (epic ionic) μεγαλύνω make great perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλυνεῖ — μεγαλύνω make great fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μεγαλύνω make great fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλυνθέντα — μεγαλύνω make great aor part pass neut nom/voc/acc pl μεγαλύνω make great aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλυνοῦσι — μεγαλύνω make great fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) μεγαλύνω make great fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμεγαλύνθην — μεγαλύνω make great aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μεγαλύνω make great aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλυνεῖν — μεγαλύνω make great fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)